- ἐρωτογράφον
- ἐρωτογράφοςfor writing of lovemasc/fem acc sgἐρωτογράφοςfor writing of loveneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερωτογράφος — ἐρωτογράφος, ον (Α) φρ. «μέτρον ἐρωτογράφον» ερωτικά ποιήματα … Dictionary of Greek